- παραδόχιμος
- παρα-δόχιμος, ον,A hereditary,
ἱερεῖς PTeb.298.10
(ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱερεῖς PTeb.298.10
(ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδόχιμος — ον, Α κληρονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek